Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΚΛΑΙΓΑΝΕ ΑΚΟΥΜΠΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΤΖΑΜΙΑ ΚΙ ΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΒΡΟΧΗ:

 Ανέβαινα απ’ ώρα τη σκάλα,  μου άνοιξε μια γριά με μια μαύρη σκούφια,

«εδώ έχουν πεθάνει πολλοί, μου λέει, γι’ αυτό ό,τι κι αν πεις δεν ακούγεται»,

τότε είδα κάποιον που σερνόταν κάτω απ’ τον καναπέ,

«τι ψάχνει;» ρώτησα,

«ο Χριστός, μου λέει, θα ’ρθει κι άλλες φορές»,

η γυναίκα έριχνε τα χαρτιά, τρόμαξα καθώς είδα το χέρι της ν’ ανεβαίνει,

«θα χάσεις πολλές φορές το δρόμο» μου λέει,

«μα πώς θα τον χάσω, της λέω, εγώ είμαι ανάπηρος και δεν περπατάω, άλλος σέρνει το καροτσάκι»,

«κι όμως θα τον χάσεις» μου λέει,

«είσαι μια πουτάνα, της λέω, να με ταράζεις άγιον άνθρωπο –κι εσύ, αφού κανένας δεν σε θέλει γιατί κουνιέσαι;»,

«δεν κουνιέμαι εγώ, μου λέει, το καντήλι τρέμει»,

τη λυπήθηκα,

«σε ξέρω, της λέω, δεν αποκλείεται, μάλιστα, να ’χουμε ζήσει πολύν καιρό μαζί»,

η ώρα ήταν επτά ακριβώς, κοίταξα το ρολόι μου κι έδειχνε κι εκείνο το ίδιο,

«τώρα θ’ αρχίσει» σκέφτηκα μ’ απόγνωση,

κι η γριά πήγε και μαντάλωσε την πόρτα.  

[ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΚΑΜΑΡΑ από την ενότητα ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972, Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του ΚΕΔΡΟΥ – από την ίδια ενότητα διαβάζουμε και τις παρακάτω Ιστορίες:

Οικογενειακή Αθανασία Τα Σφαγεία, Γαμήλιο Ταξίδι και ο Αθώος

και ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ τις ιστορίες:

Το Γράμμα του Επισκέπτη, ο Άρρωστος, Η Απάντηση, Η Άλλη Αυγή, Τα Καρφιά, Γυμνά Χέρια, Καθημερινή Χρήση, Η Πόρτα και το Άγγιγμα]

 


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑ (απ’ τι Μικρές Ιστορίες του Νυχτερινού Επισκέπτη)

Α. Είχα χαθεί εδώ και χρόνια, μα ο αδελφός μου με βρήκε, «πώς μ’ ανακάλυψες;», του λέω, εκείνος μου έδειξε το δεκανίκι του, «ο πατέρας θέλει να πουλήσει το σπίτι» μου λέει, «ποιο σπίτι, του λέω, εμείς δεν είχαμε ποτέ σπίτι, γι’ αυτό κιόλας ο πατέρας πέθανε», «λάθος, μου λέει, είχαν γεμίσει το φέρετρο με παλιά ρούχα», «μα βέβαια, λέω, τι άλλο θα ’θελε ο πατέρας τόσα αποφόρια που του ’διναν».

Β. «Περάστε, περάστε» έλεγα στον κόσμο που είχε μαζευτεί, «πού να μπούνε, σκέφτηκα, όλοι οι δικοί μου εκεί μέσα είναι νεκροί», αλλά, ευτυχώς, θυμήθηκα ότι στο μοναδικό δωμάτιο, που ζούσαμε, έτσι γινόταν πάντα, όταν είχαμε καμιά επίσκεψη, αυτοί που κοιμόντουσαν ξυπνούσαν βιαστικά κι έφευγαν απ’ την πίσω πόρτα.

 

ΤΑ ΣΦΑΓΕΙΑ

Ο κατηγορούμενος ήταν ένα φτωχό, λιγδωμένο γκαρσόνι «γιατί έφτυνες στο κονιάκ;» τον ρώταγαν, «πρέπει να ζήσω κι εγώ» έλεγε εκείνος, είχαν φέρει κι έναν ψευδομάρτυρα, σκεπασμένον από πάνω ως κάτω, «αχρείε, σε γνώρισα, του λέω, είσαι εσύ που δε μ’ άφησες ν’ ανέβω» «καλύτερα μου λέει, γιατί αν τον συναντήσεις στη σκάλα, τότε τι θα κάνεις;» κι ο περίεργος άνθρωπος ξαναστάθηκε απέξω, εκεί που σφάζαν τα ζώα, «πες τα όλα» του φώναζαν κι άρχισε να διηγείται για μια επίσκεψη, και πώς του έπεσε το καπέλο απ’ τις σκάλες, μπροστά σε όλους, «εκείνοι γελούσαν, έλεγε, μα εγώ όπως έσκυψα να το πιάσω είδα τα πόδια του Κυρίου»,

κι όταν περασμένα μεσάνυχτα, φέρανε τους καινούργιους, άσε, είπα μέσα μου, μην τους το πεις, θα το μάθουν γρήγορα μόνοι τους…

 

ΓΑΜΗΛΙΟ ΤΑΞΙΔΙ (από τις Μικρές Ιστορίες του Νυχτερινού Επισκέπτη)

Είχαν όλοι κοιμηθεί, παραμέρισα το παλιό ερμάρι και κατέβηκα, κανείς δεν ήξερε αυτή τη μυστική σκάλα στο σπίτι, μόνο η μισοπάλαβη υπηρέτρια όταν στέκονταν εκεί κοντά, άρχιζε, χωρίς λόγο, να κλαίει, κι ύστερα ήταν ο δρόμος έρημος, πλάι μου ερχόταν μια γυναίκα κουτσαίνοντας, και πιο εκεί δεν είχαμε τίποτα, στο λόφο ήταν μαζεμένοι, αποβράσματα λογής-λογής, μεθύστακες, λιποτάχτες, «Κύριε, του λέω, κάνε ένα θαύμα να σ’ αναγνωρίσουμε» «πήγαινε κι αμάρτανε, μου λέει είναι αργά» κι ένιωσα τη δύναμη που συγχωρεί και που κάνει την άρπα να παίζει μόνη της πλάι στον άνθρωπο που χάνεται, από μακριά ακούγαμε κιόλας τις πυρκαγιές που τριζοβολούσαν, κι όταν έμαθα πως άρχισε η εξέγερση, βάλθηκα να χτυπάω τον τοίχο, ώσπου οι σοβάδες έπεσαν μ’ ένα ξερό κρότο, αφήνοντας να φανεί το αμάξι που περίμενε, ακριβώς την ώρα που ο πατέρας ανέβαζε τις βαλίτσες, η μητέρα στέκονταν στη σκιά, με μια βεντάλια, νιόνυφη, «να μου προσέχεις τη μητέρα» του λέω, μα ο πατέρας δεν μ’ άκουσε, καθόταν πίσω από τα τζάμια του νοσοκομείου, γέρος, κι η μητέρα έκλαιγε που δεν τον πρόφτασε ζωντανό – ύστερα έκλεισαν την πόρτα του αμαξιού και ξεκίνησαν για το γαμήλιο ταξίδι.

 

Ο ΑΘΩΟΣ

Το σπίτι ήταν έρημο, το έβαφαν και μόλις είχαν φύγει οι ελαιοχρωματιστές, κάποιος καθόταν στο πάτωμα και μοίραζε αδιάκοπα τα χαρτιά, «με κλέβει» μου λέει και μου ’δειξε αντίκρυ μες στη σκιά, πιο εκεί έστεκε η Μαρία φοβισμένη, «κι αυτό το σπλαχνικό φως που πέφτει απ’ το παράθυρο, δεν είναι απόδειξη της μοιχείας;» φώναξε ο Ιωσήφ, καθώς αργότερα μπήκαμε στο μπαρ, άναβαν τα φώτα, πίσω απ’ το τζάμι καθόταν ο θλιμμένος μουσικός, «δεν ξέρω να παίζω, μου λέει, αλλά το κάνω γι’ αυτόν» και μου ’δειξε τον ετοιμοθάνατο, ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, ακουμπισμένοι στον τοίχο περιμέναμε τη σειρά μας κι όταν ύστερα μ’ άρπαξαν απ’ το γιακά και με πέταξαν στην πάροδο, «εγώ, τους λέω, δεν είμαι ικανός για έγκλημα, ορίστε η απόδειξη», τράβηξα το σεντόνι και τους έδειξα το σκοτεινό κυπαρίσσι, «μ’ αυτό, τους λέω, έζησα – τι να τους κάνω τους άλλους».

[από την ενότητα Μικρές Ιστορίες στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, από 1972]

 

Αιώνες τώρα χτυπάω τον τοίχο, μα κανείς δεν απαντάει

Όμως εγώ ξέρω πως πίσω απ’ τον τοίχο είναι ο θεός.

Γιατί μόνον Εκείνος δεν απαντάει

 

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ (απ’ την ενότητα Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη)

Έφυγε ξαφνικά μια μέρα του φθινοπώρου, πάνω στο τραπέζι είχε αφήσει ένα γράμμα, «μη με διώξεις» έγραφε, και μιλούσε για ένα μακρύ ακατοίκητο προαίσθημα, τα φώτα ήταν όλα αναμμένα στο σπίτι, για να μην καταλάβω πως, ίσως δεν είχε έρθει ποτέ, ενώ πλάι στο γράμμα είχε ακουμπήσει το μυστήριο του θανάτου του, που οι αράχνες το ’χαν κιόλας σκεπάσει, «πώς με βρήκες, μου λέει, εγώ δεν υπήρξα», «γι’ αυτό» του λέω, κι ήταν σαν να ’χαμε γεννηθεί και μεγαλώσει σ’ ένα αμάξι, που έτρεχε μες το ανατρίχιασμα των δρόμων,

μα ούτε και μπορούσα να παλέψω μ’ αυτήν την πρόσοψη του σπιτιού, που οι τοίχοι του φαγωμένοι κατέβαιναν βαθύτερα απ’ το αίμα μου, μες στο σκοτάδι της νύχτας.

 

Ο ΑΡΡΩΣΤΟΣ

Μέσα σ’ όλα αυτά υπήρχε κάτι σκοτεινό και διφορούμενο, μια ρωγμή που μόλις διακρινόταν στον τοίχο, και συχνά καθόμουν στ’ ανοιχτό παράθυρο, ώσπου η νύχτα μ’ έτρωγε σιγά-σιγά, κι έμενε εκείνο το ελάχιστο, που μόνο κανείς μ’ αυτό ανεβαίνει, έξω η ησυχία και οι ανεπαίσθητοι υπαινιγμοί από αιώνιες συνομιλίες, ο χωρικός περνούσε με τα χοντά του ξυλοπάπουτσα, και τότε ένιωθα πως όλα έγιναν κι εγώ ακολουθούσα μόνο από μακριά κι έμπαινα από δωμάτιο σε δωμάτιο, να βρω ποιος ζει τη ζωή μου, μα πιο πολύ με τρόμαξε η ωχρότητα του γιατρού, και λέω γιατρού, γιατί δεν υπήρχε κανένας άρρωστος, μόνο η ταπεινή αφοσίωσή μου, «ναι, γιατρέ, του λέω, κανείς δεν λείπει, κανείς ποτέ δεν έλειψε», και, μάρτυς μου ο Θεός, εκείνη τη στιγμή στο βάθος της κάμαρας ξαναπέρασε η οπτασία.

[απ’ την ενότητα Απ’ το Ημερολόγιο Ενός Υπηρέτη στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ (απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ)

Όπως κι αν ήταν, σ’ αυτό το πένθιμο σπίτι ήμουν ο τελευταίος απ’ τους υπηρέτες, αυτός που είχε γνωρίσει κάτω απ’ τη σκάλα τον άλλον οικοδεσπότη, το ξύπνημα όμως ήταν εντελώς διαφορετικό, έπρεπε να προσέχω τις άρρωστες γριές, που νέες, τότε, ορκιζόντουσαν να πεθάνουν νωρίς, και τα δένδρα είχαν ακούσει τόσα ερωτικά λόγια, που καμιά φορά τη νύχτα προχωρούσαν αλλιώς μέσα στον κήπο, και λέγοντας όλα, δεν ήταν παρά εκείνη η νύχτα που ακούμπησα το προσωπείο πάνω στο τραπέζι, ανάμεσα στους ξένους, σαν να ’ταν να ζήσω κι άλλη φορά, εκείνοι ακίνητοι με κοίταζαν να κατεβαίνω, γιατί δεν είχα άλλη διέξοδο παρά μόνο το χαλί, που το δίπλωσα αργά-αργά και με τέτοιο τρόπο, που να μη φανεί το χειρότερο.

Κι ενώ όλοι απαιτούσαν μιαν άμεση απάντηση, εγώ τους άφηνα στην πλάνη τους, που ήταν η μόνη μουσική…

 

Η ΑΛΛΗ ΑΥΓΗ

Υπήρξα πάντοτε αδύναμος απέναντί της, κι ίσως αυτό με κατέστρεψε – μιλάω για την καταραμένη κλίση μου, έτσι, απέφευγα τις συναναστροφές, συνήθως κάθομαι στο δωμάτιο μου, πλάι στη λάμπα, στην άκρη της σκοτεινής ζωής μου, και παρακαλώ το Θεό να μην είμαι ο τελευταίος απ’ τους ανθρώπους και να μου δοθεί, κάποτε, η χάρη να πεθάνω κρατώντας το χέρι ενός αγνώστου στο δρόμο, γιατί φυλάχθηκε για πάντα μέσα μου η μακρινή συνάντηση , τότε που ρώτησα «ποιος είναι αυτός;», φυσικά μου στοίχισε αρκετή περιφρόνηση η ερώτηση για πράγματα που δε βλέπαν οι άλλοι, κι η σχετική αλληλογραφία που άνοιξα με τον εφημέριο δεν ωφέλησε σε τίποτα,

εκείνο το βράδυ όμως, η γυναίκα μ’ αναγνώρισε, στεκόταν, θυμάμαι, έξω από κάτι μικρά μαγαζιά που πουλούσαν στέφανα από δεύτερο χέρι, κι ήταν τόσο άσχημη, που θα την είχα μέσα μου από πολύ παλιά, ήταν εξάλλου αποκριά, και μεγάλα μεταμφιεσμένα πρόσωπα μας γνέφαν στο δρόμο, και κανένα σημάδι δεν έδειχνε πως η αυγή που ερχόταν θα ήταν ακόμη πιο ανεξήγητη.

[απ’ την ενότητα Απ’ το Ημερολόγιο Ενός Υπηρέτη στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

 

ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ (απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ)

Σκέφτομαι, κάποτε, σε μια ιδιαίτερη ώρα, να διηγηθώ όλες τις λεπτομέρειες, πώς, λόγου χάρη, άρχισε αυτή η αθεράπευτη αρρώστια στον απέναντι τοίχο ή για κείνη τη γυναίκα στο πάρκο, που ήταν ολόκληρη καρφωμένη πάνω στο παγκάκι, και λέω καρφωμένη χωρίς ίχνος υπερβολής, τα καρφιά εξείχαν σαν μικρά κουμπιά πάνω απ’ τα ρούχα της, ενώ η τσάντα με την ταυτότητά της κυλούσε μες το ρυάκι, για να μην ξέρουμε τίποτα γι’ αυτήν, κι όπως ανέβηκα στη σοφίτα που μου ’χαν παραχωρήσει για τη νύχτα, είδα πως είχαν μετακομίσει, και δεν έμενε παρά λίγο άχυρο, επειδή είχαν πάντα το φόβο του ξεπεσμού, κι ήταν στιγμές που όλοι περίμεναν το αναπόφευκτο, κι όταν νύχτωνε ήρεμα, ησύχαζαν, γιατί εκείνοι δεν πηγαινοέρχονταν στο διάδρομο, να δουν ακριβώς πίσω από την πόρτα του βάθους.

Γι’ αυτό κι εγώ κρατιέμαι παράμερα, με την ελπίδα να ξαναβρώ εκείνη τη χαμένη ψυχή.

 

ΓΥΜΝΑ ΧΕΡΙΑ

Κανείς δεν θα μάθει ποτέ με πόσες αγρύπνιες συντήρησα τη ζωή μου, γιατί έπρεπε να προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή απ’ την καταχθόνια δύναμη, που κρατούσε αυτήν την αδιατάρακτη τάξη, φυσικά, όπως ήμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες με κούραζαν, προτιμούσα, λοιπόν, πλαγιασμένος να βλέπω κρυμμένο το μυστικό που φθείρουμε ζώντας, και πως θα επιστρέψουμε με άδεια χέρια

και συχνά αναρωτιόμουν, πόσοι να υπάρχουν, αλήθεια, στο σπίτι, καμιά φορά, μάλιστα, μετρούσα τα γάντια τους για να το εξακριβώσω, μα ήξερα πως ήταν και οι άλλοι, που πονούσαν με γυμνά χέρια, άλλοτε πάλι έρχονταν ξένοι, που δεν ξανάφευγαν, κι ας μην τους έβλεπα, έβλεπα όμως, τους αμαξάδες τους που γερνούσαν και πέθαιναν έξω στο δρόμο,

ώσπου βράδιαζε σιγά-σιγά, κι ακουγόταν η άρπα, που ίσως, βέβαια, και να μην ήταν άρπα, αλλά η αθάνατη αυτή θλίψη που συνοδεύει τους θνητούς.

[απ’ την ενότητα Απ’ το Ημερολόγιο Ενός Υπηρέτη στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΧΡΗΣΗ (απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ)

Βέβαια, όλα αυτά ήταν κάπως θολά, ίσως μάλιστα κι ανεξήγητα γι’ αυτούς που σηκώνουν με έμφαση το ποτήρι τους πάνω απ’ το τραπέζι, χωρίς να βλέπουν ποιος το κρατά, ώσπου σιγά-σιγά, η καθημερινή χρήση μας κάνει θνητούς, έτσι προσπαθούσα πάντα να κοιτάζω αλλού όταν χτυπούσε το κουδούνι, κι όταν ύστερα όλα ησύχασαν, ήταν αργά, πού είναι ο οικοδεσπότης, γιατί κρύβεται,

ακουμπούσα στο τραπέζι για να μην πέσω, ύστερα με κεφάλι σκυφτό άνοιξα την πόρτα κι ακολούθησα το δρόμο μου.

Και τα βράδια, στο δείπνο, τους άκουγα να διηγούνται τις ιστορίες τους, αποσιωπώντας με τρόμο το σκοτεινό, απόμακρο έξω –εκεί που είχαμε ζήσει.

 

Η ΠΟΡΤΑ

Ωστόσο, εκείνο το χέρι πάνω στο τραπέζι που κανείς δεν το ’βλεπε, με βοηθούσε να τους υπηρετώ στα μακριά γεύματα, οι υπηρέτες, βέβαια, φλυαρούσαν, ένα σωρό διαδόσεις σωριάζονταν στις γωνιές, κι οι παραδουλεύτρες έβρισκαν ευκαιρία κι έκλεβαν τ’ απομεινάρια των κεριών συνεχίζοντας σ’ όλο το δρόμο το μαύρο σπίτι, ύστερα ακουμπήσαμε το φέρετρο σε δύο τρίποδα, ενώ στον τοίχο η γύψινη μάσκα μ’ έναν ανεπαίσθητο, αλλά ανησυχητικό τρόπο άλλαζε σιγά-σιγά, σαν εκείνη να ζούσε ακόμα, αλλά πώς να εξηγήσω αυτό που έγινε μετά, κάποιος έδειξε στο πάτωμα τις χυμένες καρφίτσες σ’ όλο το σπίτι, ενώ την ίδια ώρα η νεκρή βγήκε μ’ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, σαν να ’χε μόλις μάθει πού ακριβώς ήταν η πόρτα.

[απ’ την ενότητα Απ’ το Ημερολόγιο Ενός Υπηρέτη στη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]

 

Η ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΓΛΥΚΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΜΑΤΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (απ’ το Ημερολόγιο ενός Υπηρέτη του ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΥ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗ)

Καθώς προχωρούσα στο δρόμο είδα με τρόμο  ότι η ρωγμή στον τοίχο είχε μεγαλώσει και δεν τη σκέπαζε πια η πανοπλία που βάζαμε μπροστά, ετοίμασα, λοιπόν, τα πράγματά μου, μα έπρεπε πρώτα ν’ αποχαιρετήσω εκείνο το γέρο ερχόταν τις νύχτες κρυφά και μας διηγόταν την ατέλειωτη γλύκα αυτού του μάταιου κόσμου, ώσπου σιγά-σιγά, ύστερα από τόση εγκατάλειψη σχεδόν πια δεν φαινόμουν και μόνο τα παλιά πορτρέτα με γνώριζαν, γιατί ήταν κι εκείνα αθέλητα μέσα στον κόσμο, όμως, τα βράδια, αυτό το άγγιγμα, βέβαια φανταστικό, αλλά στο τέλος πάντα νικούσε, κι έστρεφα τα μάτια μόλο που δεν ήταν κανείς, «είσαι εδώ;» ρώταγα – τι άλλο μπορούσα να κάνω;  [ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ απ’ το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗ στη συλλογή του Τάσου   Λειβαδίτη ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 1972]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ